Пыхтение στα ελληνικά
Μετάφραση: пыхтение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαχανιάζω, σύνοικος, ξεφύσημα, κροτώ, θόρυβος μηχανής, κρότος εκρήξεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- александрийский στα ελληνικά - αλεξανδρινός, Αλεξανδρινού, αλεξανδρινή, Αλεξανδρινών, Αλεξανδρινής
- восстановительный στα ελληνικά - επανορθωτική, αναπλαστική, Επανορθωτικής, Επανορθωτικές, ανακατασκευαστική
- двадцатилетний στα ελληνικά - είκοσι, εικοστή, από είκοσι
- жениться στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Τυχαίες λέξεις
Пыхтение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαχανιάζω, σύνοικος, ξεφύσημα, κροτώ, θόρυβος μηχανής, κρότος εκρήξεως
Μεταφράσεις: λαχανιάζω, σύνοικος, ξεφύσημα, κροτώ, θόρυβος μηχανής, κρότος εκρήξεως