Разведывать στα ελληνικά
Μετάφραση: разведывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις
- аптекарь στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
- бутил στα ελληνικά - βουτύλιο, βουτυλίου, βουτυλο, βουτυλ, βουτυλεστέρα
- гончар στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, τορνευτής, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
- дозрелый στα ελληνικά - ώριμος, ώριμα, ώριμες, ώριμο, ώριμη
Τυχαίες λέξεις
Разведывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις: ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε