Разветвляющийся στα ελληνικά
Μετάφραση: разветвляющийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безногий στα ελληνικά - footless, χωρίς πόδι, χωρίς πέλμα
- беспосадочный στα ελληνικά - χωρίς σταθμό, απευθείας, ασταμάτητα, nonstop, ασταμάτητη
- возбудимый στα ελληνικά - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
- впрыскивание στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Τυχαίες λέξεις
Разветвляющийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
Μεταφράσεις: αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών