Развьючивать στα ελληνικά
Μετάφραση: развьючивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφορτώνω, αδειάζω, razvyuchivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взрыв στα ελληνικά - ξέσπασμα, έκρηξη, αγωνία, εκδήλωση, ξεσπώ, σάλος, ανεμοθύελλα, ...
- висконсин στα ελληνικά - Ουισκόνσιν, Wisconsin, ωησθονσην, του Ουισκόνσιν, του Wisconsin
- выдумать στα ελληνικά - επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
- двигать στα ελληνικά - μετατοπίζω, αναδεύω, σαλεύω, κινούμαι, μετακινώ, κίνηση, αλλάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Развьючивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφορτώνω, αδειάζω, razvyuchivat
Μεταφράσεις: ξεφορτώνω, αδειάζω, razvyuchivat