Разграфлять στα ελληνικά

Μετάφραση: разграфлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, razgraflyat
Разграфлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адаптер στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
  • буква στα ελληνικά - χαρακτήρας, γράμμα, επιστολή, έγγραφο, επιστολής
  • выплаченный στα ελληνικά - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
  • духовник στα ελληνικά - εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
Τυχαίες λέξεις
Разграфлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, razgraflyat