Раздражительный στα ελληνικά
Μετάφραση: раздражительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευερέθιστος, εύθικτος, πικρόχολος, δύστροπος, ανυπόμονος, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, ευέξαπτος, οξύθυμος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безопасный στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ασφαλίζω, σίγουρος, εδραιώνω, διασφαλίζω, ασφαλή, ...
- благоговение στα ελληνικά - δέος, ευλάβεια, σεβασμό, σεβασμού, σεβασμός, ευλάβειας
- выжить στα ελληνικά - αντικαθιστώ, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
- вынужденный στα ελληνικά - διστακτικός, δεμένος, αναγκαίος, απρόθυμος, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, ...
Τυχαίες λέξεις
Раздражительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευερέθιστος, εύθικτος, πικρόχολος, δύστροπος, ανυπόμονος, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, ευέξαπτος, οξύθυμος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο
Μεταφράσεις: ευερέθιστος, εύθικτος, πικρόχολος, δύστροπος, ανυπόμονος, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, ευέξαπτος, οξύθυμος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο