Δύστροπος στα ρωσικά
Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокойный, раздражительный, капризный, сварливый, сварливая, сварливой
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύστροπος
δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας ρωσικά, δύστροπος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- δύσκολος στα ρωσικά - тяжкий, тяжело, обидчивый, выносливый, настойчивый, лихой, шибко, ...
- δύσπιστος στα ρωσικά - маловер, скептик, скептический, недоверчивый, недоверчиво, скептически, недоверием, ...
- δύσχρηστος στα ρωσικά - непослушный, непокорный, трудный, неподатливый, неразрешимыми, неразрешимой, трудноразрешимой, ...
- δύτης στα ρωσικά - вор-карманник, подводник, ныряльщик, ловец, гагара, водолаз, дайвер, ...
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: беспокойный, раздражительный, капризный, сварливый, сварливая, сварливой
Μεταφράσεις: беспокойный, раздражительный, капризный, сварливый, сварливая, сварливой