Раздувать στα ελληνικά
Μετάφραση: раздувать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεμιστήρας, μαστίζω, χτύπημα, φυσώ, υποκινώ, μαστιγώνω, βεντάλια, οπαδός, νικώ, ξεκινώ, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апериодический στα ελληνικά - απεριοδικός, απεριοδικές, απεριοδικής, απεριοδικό, απεριοδικά
- водосбор στα ελληνικά - Columbine, κολομπίνα, Η Columbine, ακουιλέγια
- дознаваться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανεύρεση, doznavatsya
- дойти στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Τυχαίες λέξεις
Раздувать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεμιστήρας, μαστίζω, χτύπημα, φυσώ, υποκινώ, μαστιγώνω, βεντάλια, οπαδός, νικώ, ξεκινώ, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
Μεταφράσεις: ανεμιστήρας, μαστίζω, χτύπημα, φυσώ, υποκινώ, μαστιγώνω, βεντάλια, οπαδός, νικώ, ξεκινώ, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει