Размахиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: размахиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, ασανσέρ, κουνώ, σηκώνω, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Размахиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аффект στα ελληνικά - εκζήτηση, επιτήδευση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
  • бесперспективный στα ελληνικά - μελλοντικός, απελπισμένος, μη ενθαρρυντικός, αντίξοες συνθήκες, ελάχιστα ελπιδοφόρες, λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, δυσοίωνο
  • бочарничать στα ελληνικά - βαρελάς, βαγενάς, bocharnichat
  • гайка-барашек στα ελληνικά - πεταλούδα, παξιμάδι τύπου πεταλούδας, περικόχλιο τύπου πεταλούδας, περικόχλιο με πτερύγια, πεταλούδας
Τυχαίες λέξεις
Размахиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, ασανσέρ, κουνώ, σηκώνω, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης