Разоряться στα ελληνικά
Μετάφραση: разоряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκομαι, αντεπίθεση, διανύω, σπάζω, διάλλειμα, είμαι, διάλειμμα, πάνε στα σκυλιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банник στα ελληνικά - πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό
- взахлеб στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
- долгоиграющий στα ελληνικά - μακράς διαρκείας, μακράς διάρκειας, μακροχρόνιες, μακροχρόνια, μακρόχρονη
- единообразие στα ελληνικά - ενιαίος, ομοιομορφία, στολή, ομοιόμορφος, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, ...
Τυχαίες λέξεις
Разоряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, αντεπίθεση, διανύω, σπάζω, διάλλειμα, είμαι, διάλειμμα, πάνε στα σκυλιά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, αντεπίθεση, διανύω, σπάζω, διάλλειμα, είμαι, διάλειμμα, πάνε στα σκυλιά