Разрежаться στα ελληνικά

Μετάφραση: разрежаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιγνός, αραιώνω, αραιός, ψιλός, rarefied, αραιά, αραιό, αραιή
Разрежаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аргументация στα ελληνικά - συλλογισμός, λογομαχία, επενδύω, διαδήλωση, συλλογιστικός, γραμμή, επίδειξη, ...
  • архаичность στα ελληνικά - αρχαϊσμός, αρχαϊσμό, αρχαϊσμού, τον αρχαϊσμό, έναν αρχαϊσμό
  • барбитурат στα ελληνικά - βαρβιτουρικό άλας, βαρβιτουρικού, βαρβιτουρικό, βαρβιτουρικών, των βαρβιτουρικών
  • бронежилет στα ελληνικά - φανελάκι, φανέλα, αλεξίσφαιρο γιλέκο, αλεξίσφαιρα γιλέκα, αλεξίσφαιρο γιλέκο το
Τυχαίες λέξεις
Разрежаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιγνός, αραιώνω, αραιός, ψιλός, rarefied, αραιά, αραιό, αραιή