Раскачаться στα ελληνικά

Μετάφραση: раскачаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούνια, κουνώ, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Раскачаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адепт στα ελληνικά - μαθητής, οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
  • беловой στα ελληνικά - καθαρίζω, πανηγύρι, ξανθός, καθαρός, δίκαιος, χαρτικά, Γραφική ύλη, ...
  • бортовка στα ελληνικά - κρινολίνο, τραχύ ύφασμα
  • выяснение στα ελληνικά - αερισμός, ταυτότητα, εξήγηση, επεξήγηση, εξηγήσεις, αιτιολόγηση, ερμηνεία
Τυχαίες λέξεις
Раскачаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούνια, κουνώ, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης