Раскидываться στα ελληνικά
Μετάφραση: раскидываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλώνω, διαδίδω, φουντώνω, επέκταση, raskidyvatsya
Μεταφράσεις
- двоеточие στα ελληνικά - άνω κάτω τελεία, παχέος εντέρου, κόλον, του παχέος εντέρου, άνω και κάτω τελεία
- доблестно στα ελληνικά - doughtily
- доконать στα ελληνικά - χαντακώνω, ρήμαγμα, περατώνω, τερματισμός, χαλώ, τελειώνω, τέλος, ...
- жоржет στα ελληνικά - Georgette, Ζορζέτ, Η Ζορζέτ, η Georgette, ζορζέτα
Τυχαίες λέξεις
Раскидываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλώνω, διαδίδω, φουντώνω, επέκταση, raskidyvatsya
Μεταφράσεις: απλώνω, διαδίδω, φουντώνω, επέκταση, raskidyvatsya