Расправлять στα ελληνικά

Μετάφραση: расправлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευρύνω, διαστέλλω, φουσκώνω, επεκτείνω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Расправлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артистический στα ελληνικά - καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές
  • белоруска στα ελληνικά - Λευκορωσικά, Λευκορωσίας, λευκορωσικές, της Λευκορωσίας, λευκορωσική
  • выжинать στα ελληνικά - κόψιμο, κουρεύω, σοδειά, κοπή, κόβω, θερίζω, vyzhinat
  • дымоход στα ελληνικά - φουγάρο, σήραγγα, τούνελ, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
Τυχαίες λέξεις
Расправлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευρύνω, διαστέλλω, φουσκώνω, επεκτείνω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής