Рассеивать στα ελληνικά

Μετάφραση: рассеивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδαπανώ, σκορπίζω, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, στρώνω, αποσπώ, ξαπλώνω, διασπώ, κοσμικός, κυνηγώ, διασπείρω, διαχέει, διαλύσει, διαχέεται, απαγωγή του, την απαγωγή
Рассеивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безотчетный στα ελληνικά - ακούσιος, παράλογος, παράλογη, παράλογες, ανορθολογικές, ανορθολογικών
  • вырастить στα ελληνικά - πλέκω, ζαρώνω, μεγαλώνω, αναπαράγω, αυξάνομαι, γεννοβολώ, ράτσα, ...
  • дебушировать στα ελληνικά - ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
  • доковылять στα ελληνικά - κουτσαίνω, χαλαρός, περδικλώνω, κούτσαμα, πέδικλο, χωλαίνω, περδουκλώνω
Τυχαίες λέξεις
Рассеивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδαπανώ, σκορπίζω, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, στρώνω, αποσπώ, ξαπλώνω, διασπώ, κοσμικός, κυνηγώ, διασπείρω, διαχέει, διαλύσει, διαχέεται, απαγωγή του, την απαγωγή