Расстроить στα ελληνικά
Μετάφραση: расстроить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, μπόι, κορμοστασιά, παρακάμπτω, ανάστημα, χτίζω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вой στα ελληνικά - ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζουν, howl, κραυγή
- гарт στα ελληνικά - τύπου, τύπου που
- губа στα ελληνικά - γέννα, χάσμα, γέννηση, χείλι, κόλπος, άβυσσος, χείλος, ...
- дифференцироваться στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Расстроить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, μπόι, κορμοστασιά, παρακάμπτω, ανάστημα, χτίζω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Μεταφράσεις: αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, μπόι, κορμοστασιά, παρακάμπτω, ανάστημα, χτίζω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές