Растворитель στα ελληνικά
Μετάφραση: растворитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυος, φερέγγυος, όχημα, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурно στα ελληνικά - θυελλώδης, πρόχειρα, πολυτάραχος, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, ...
- визави στα ελληνικά - ομόλογό, ομόλογός, ομόλογό του, τον ομόλογό, ομολόγου
- генетта στα ελληνικά - Genet, Ζενέ, Οβηβί, Οεηεί
- дисциплинировать στα ελληνικά - φρονηματίζω, αντεπίθεση, πειθαρχία, κολάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, σχολείο, ...
Τυχαίες λέξεις
Растворитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυος, φερέγγυος, όχημα, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Μεταφράσεις: εχέγγυος, φερέγγυος, όχημα, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη