Растленный στα ελληνικά
Μετάφραση: растленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεμαυλίζω, διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, διαφθοράς νεαρής
Μεταφράσεις
- автомат στα ελληνικά - μηχάνημα, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- ангола στα ελληνικά - Αγκόλα, Ανγκόλα, Αγκόλας, την Αγκόλα, της Αγκόλας
- вешание στα ελληνικά - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
- гогот στα ελληνικά - κακαρίζω, καγχασμός, καγχασμό, καγχάζω
Τυχαίες λέξεις
Растленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, διαφθοράς νεαρής
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, διαφθοράς νεαρής