Ратифицировать στα ελληνικά
Μετάφραση: ратифицировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις
- абсолютный στα ελληνικά - καθαρός, ξεστομίζω, απότομος, τέλειος, απόλυτος, σύνολο, εκστομίζω, ...
- барражировать στα ελληνικά - περιπολία, περίπολος, περιπολίας, περιπολικά, περιπολικό
- брезгать στα ελληνικά - περιφρόνηση, περιφρόνησή, την περιφρόνησή, την περιφρόνηση, απαξίωση
- возгонка στα ελληνικά - απόσταξη, εξάχνωση, εξάχνωσης, εξαχνώσεως, την εξάχνωση, sublimation
Τυχαίες λέξεις
Ратифицировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει