Резкий στα ελληνικά
Μετάφραση: резкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαστικός, βροντερός, αυστηρός, ντόμπρος, μονοκόμματος, αγενής, παράφορος, ενοχλητικός, πνιγηρός, καυστικός, αγροίκος, τάρτα, απότομος, ωμός, δριμύς, έντονος, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- вмещаться στα ελληνικά - πηγαίνω, να, πρέπει να, θα, είναι, να είναι
- вывертывать στα ελληνικά - ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ξεβιδώσετε, ξεβιδώνετε
- выметывать στα ελληνικά - περιστόμιο, άκρη, χείλος, κουμπότρυπα, κουμπότρυπας, buttonhole, πέτο, ...
Τυχαίες λέξεις
Резкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαστικός, βροντερός, αυστηρός, ντόμπρος, μονοκόμματος, αγενής, παράφορος, ενοχλητικός, πνιγηρός, καυστικός, αγροίκος, τάρτα, απότομος, ωμός, δριμύς, έντονος, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Μεταφράσεις: βιαστικός, βροντερός, αυστηρός, ντόμπρος, μονοκόμματος, αγενής, παράφορος, ενοχλητικός, πνιγηρός, καυστικός, αγροίκος, τάρτα, απότομος, ωμός, δριμύς, έντονος, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό