Рекогносцировать στα ελληνικά
Μετάφραση: рекогносцировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερευνώ, κατοπτεύω, κάνω αναγνώριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккредитованный στα ελληνικά - διαπιστευμένος, διαπιστευμένο, διαπιστευμένων, διαπιστευμένους, διαπιστευμένοι
- галдящий στα ελληνικά - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
- гигиена στα ελληνικά - υγιεινή, υγιεινής, την υγιεινή, υγιεινή των, της υγιεινής
- действительный στα ελληνικά - φωνή, αληθινός, διαθέσιμος, αγαθός, γερός, καλός, πρακτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Рекогносцировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερευνώ, κατοπτεύω, κάνω αναγνώριση
Μεταφράσεις: εξερευνώ, κατοπτεύω, κάνω αναγνώριση