Рисовать στα ελληνικά

Μετάφραση: рисовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, σκιαγραφώ, ζωγραφίζω, γραμμή, εικόνα, επισύρω, τραβώ, σκιαγράφηση, διατυπώνω, παρατάσσω, περιγράφω, επενδύω, ανακαλύπτω, ίχνος, υπόλειμμα, έλκω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Рисовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсурдный στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανεκτίμητος, τραγελαφικός, ξεθάβω, παράλογος, τερατώδης, αλλόκοτος, ...
  • вцепиться στα ελληνικά - παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, ...
  • достижимый στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, εφικτός, εφικτή, επιτευχθεί, ...
  • жилистый στα ελληνικά - νευρώδης, νευρικό, συρμάτινος, νευρικός, νευρώδες
Τυχαίες λέξεις
Рисовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, σκιαγραφώ, ζωγραφίζω, γραμμή, εικόνα, επισύρω, τραβώ, σκιαγράφηση, διατυπώνω, παρατάσσω, περιγράφω, επενδύω, ανακαλύπτω, ίχνος, υπόλειμμα, έλκω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει