Ровняться στα ελληνικά
Μετάφραση: ровняться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατορθώνω, επιτυγχάνω, έφτασε το επίπεδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баклан στα ελληνικά - κορμοράνος, φαλακροκόραξ, κορμοράνων, των κορμοράνων, κορμοράνου
- диоптрия στα ελληνικά - διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
- дороговизна στα ελληνικά - σπανιότητα, έλλειψη, στοργή
- женщина-мэр στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Τυχαίες λέξεις
Ровняться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατορθώνω, επιτυγχάνω, έφτασε το επίπεδο
Μεταφράσεις: κατορθώνω, επιτυγχάνω, έφτασε το επίπεδο