Рог στα ελληνικά
Μετάφραση: рог, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριμώχνω, σάλπιγγα, γωνία, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Μεταφράσεις
- бункер στα ελληνικά - κάδος, ανθρακαποθήκη, καυσίμων, αποθήκη, καταφύγιο, στη δεξαμενή
- горчичник στα ελληνικά - σιναπισμός
- деловой στα ελληνικά - απασχολημένος, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
- жалеть στα ελληνικά - οίκτος, νιώθω, χαρίζω, υφή, φθονώ, περισσευούμενος, κρίμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Рог στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριμώχνω, σάλπιγγα, γωνία, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Μεταφράσεις: στριμώχνω, σάλπιγγα, γωνία, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος