Родительный στα ελληνικά
Μετάφραση: родительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προγονικός, γενική, χαρακτηριστικός, πατρογονικός, γενική πτώση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аммонал στα ελληνικά - αμμωνάλη
- гузка στα ελληνικά - αυλακώνω, αυλάκι, εντομή, πυγή, γλουτός, οπίσθια, γλουτούς, ...
- демократичный στα ελληνικά - δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικό, δημοκρατικής
- дешифрировать στα ελληνικά - αποκωδικοποίηση, αποκωδικοποιήσει, decode, αποκωδικοποιήσουν, αποκωδικοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Родительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προγονικός, γενική, χαρακτηριστικός, πατρογονικός, γενική πτώση
Μεταφράσεις: προγονικός, γενική, χαρακτηριστικός, πατρογονικός, γενική πτώση