Γενική στα ρωσικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родительный, родовой, генеральный, общий, общее, общая, генерал
Γενική στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας ρωσικά, γενική στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα ρωσικά - порождение, образование, поколение, генерирование, лет, генерация, племя, ...
  • γενικά στα ρωσικά - общо, обыкновенно, большинством, обычно, вообще, в целом, как правило, ...
  • γενικός στα ρωσικά - ставка, полководец, главный, нарицательный, общий, разнорабочий, всеобъемлющий, ...
  • γενικότητα στα ρωσικά - всеобщность, общность, общности, общностью, обобщенность
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: родительный, родовой, генеральный, общий, общее, общая, генерал