Роль στα ελληνικά
Μετάφραση: роль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, μερίδιο, χωρίζω, ρόλος, μοιράζομαι, χαρακτήρας, κλήρος, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ο ρόλος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвешивание στα ελληνικά - ζύγισμα, ζύγισης, ζύγιση, ζυγίζουν, ζυγίζει
- гражданство στα ελληνικά - κοινότητα, κοινωνία, υπηκοότητα, ιθαγένεια, χώρα, χώρας, χωρών, ...
- джокер στα ελληνικά - τζόκερ, Joker, πλακατζής, το Joker
- догмат στα ελληνικά - τύπος, δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
Τυχαίες λέξεις
Роль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, μερίδιο, χωρίζω, ρόλος, μοιράζομαι, χαρακτήρας, κλήρος, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ο ρόλος
Μεταφράσεις: μοιράζω, μερίδιο, χωρίζω, ρόλος, μοιράζομαι, χαρακτήρας, κλήρος, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ο ρόλος