Ронять στα ελληνικά

Μετάφραση: ронять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταγόνα, παράγκα, βολή, ενοικιάζομαι, ρανίδα, αφήνω, αποβάλλω, καλύβα, μειώνομαι, επιτελείο, ρίξιμο, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Ронять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автопилот στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματο πιλότο, αυτόματου πιλότου, αυτόματος πιλότος, του αυτόματου πιλότου
  • гидрат στα ελληνικά - ένυδρο, ένυδρη, ένυδρης, υδρίτη, ένυδρου
  • глиптический στα ελληνικά - γλυπτό
  • добросовестно στα ελληνικά - ευσυνειδήτως, ευσυνειδησία, ευσυνείδητα, συνειδητά, με ευσυνειδησία
Τυχαίες λέξεις
Ронять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταγόνα, παράγκα, βολή, ενοικιάζομαι, ρανίδα, αφήνω, αποβάλλω, καλύβα, μειώνομαι, επιτελείο, ρίξιμο, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε