Роптать στα ελληνικά
Μετάφραση: роптать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, μουρμούρισμα, ψίθυρος, φύσημα, μουρμουρητό, φυσήματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анофелес στα ελληνικά - ανώνυμος, ανωφελές κουνούπι, Anopheles, ειδών Anopheles, Ανωφελούς, του Anopheles
- бесчеловечность στα ελληνικά - απανθρωπία, απανθρωπιά, απανθρωπιάς, την απανθρωπιά, απάνθρωπο
- выгружаться στα ελληνικά - αδειάζω, ξεφορτώνω, αποβιβάζομαι, αποβιβάζω, αποφλοίωση της, κάνουν απόβαση, την αποφλοίωση της
- денщик στα ελληνικά - ορντινάντσα αξιωματικού, Batman, Μπάτμαν, τον Μπάτμαν, του Batman
Τυχαίες λέξεις
Роптать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, μουρμούρισμα, ψίθυρος, φύσημα, μουρμουρητό, φυσήματος
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, μουρμούρισμα, ψίθυρος, φύσημα, μουρμουρητό, φυσήματος