Ручеек στα ελληνικά
Μετάφραση: ручеек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλένω, καταβρέχω, πλύνω, ποταμάκι, στα ρυάκια, ανάμεσα στα ρυάκια, ρυάκιο, αυλακώδη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братство στα ελληνικά - κοινότητα, αδελφότητα, αδελφοσύνη, αδελφοσύνης, αδελφότητας, την αδελφοσύνη
- ведать στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, αγορά, διευθύνω, ξέρω, καταφέρνω, μοιράζω, γνωρίζω, ...
- гедонистический στα ελληνικά - ηδονιστικός, hedonistic, ηδονιστική, ηδονιστικό, ηδονιστικού
- дожидаться στα ελληνικά - διαμένω, περιμένω, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, φαίνομαι, προσδοκώ, εμφάνιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Ручеек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλένω, καταβρέχω, πλύνω, ποταμάκι, στα ρυάκια, ανάμεσα στα ρυάκια, ρυάκιο, αυλακώδη
Μεταφράσεις: πλένω, καταβρέχω, πλύνω, ποταμάκι, στα ρυάκια, ανάμεσα στα ρυάκια, ρυάκιο, αυλακώδη