Рыть στα ελληνικά
Μετάφραση: рыть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, κοπή, ρίζα, σαρκασμός, σκάβω, κόψιμο, φτυάρι, κέντρισμα, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вмуровывать στα ελληνικά - τοίχος, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδόμηση, οικοδομήσει, κατασκευή
- воплотиться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, που έγινε πραγματικότητα, έγινε πραγματικότητα, να έρθουν αληθινός, να γίνει πραγματικότητα, ...
- дезинформация στα ελληνικά - παραπληροφόρηση, παραπληροφόρησης, την παραπληροφόρηση, η παραπληροφόρηση, της παραπληροφόρησης
- жезлоносец στα ελληνικά - νεωκόρος, ραβδούχος, κανδηλανάπτης, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστικός θα
Τυχαίες λέξεις
Рыть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, κοπή, ρίζα, σαρκασμός, σκάβω, κόψιμο, φτυάρι, κέντρισμα, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: κόβω, κοπή, ρίζα, σαρκασμός, σκάβω, κόψιμο, φτυάρι, κέντρισμα, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει