Сам στα ελληνικά
Μετάφραση: сам, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλός, ίδιος, εαυτό, εαυτό του, τον εαυτό, τον εαυτό του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховенство στα ελληνικά - ηγεμονία, ηγεσία, κυριαρχία, υπεροχή, υπεροχής, την υπεροχή, κυριαρχίας
- взаимосвязанный στα ελληνικά - διασυνδεδεμένο, διασυνδεδεμένων, διασυνδεδεμένα, διασυνδέονται, διασυνδεδεμένες
- генеративный στα ελληνικά - γεννητικός, παραγωγική, γενεσιουργός, παραγωγικών, γενεσιουργό
- докладчик στα ελληνικά - συνεργάτης, ρεπόρτερ, ομιλητής, υφηγητής, δημοσιογράφος, αναφοράς, ανταποκριτή, ...
Τυχαίες λέξεις
Сам στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλός, ίδιος, εαυτό, εαυτό του, τον εαυτό, τον εαυτό του
Μεταφράσεις: απλός, ίδιος, εαυτό, εαυτό του, τον εαυτό, τον εαυτό του