Самопротиворечащий στα ελληνικά

Μετάφραση: самопротиворечащий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράλογος, αντιφατική, αντιφατικά, αντιφατικό, αυτοαναιρούμενο, αυτοαντιφατικό
Самопротиворечащий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вкрадчиво στα ελληνικά - suavely
  • вспучивать στα ελληνικά - έξω, φουσκώνω, διαστείλει, διαστέλλουν, να διαστείλει, γέλης στο εσωτερικό
  • глотка στα ελληνικά - λαιμός, χελιδόνι, φαράγγι, καταπίνω, λαγκάδι, λαιμό, λαιμού, ...
  • деист στα ελληνικά - θεϊστής, θεϊσμός, θεϊστή
Τυχαίες λέξεις
Самопротиворечащий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράλογος, αντιφατική, αντιφατικά, αντιφατικό, αυτοαναιρούμενο, αυτοαντιφατικό