Санкция στα ελληνικά

Μετάφραση: санкция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλογία, έγκριση, συγκατάθεση, επικυρώνω, επιδοκιμασία, παραδοχή, κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, κύρωσης, κυρώσεως
Санкция στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аметист στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
  • битумный στα ελληνικά - ασφαλτούχα, ασφαλτικά, ασφαλτούχων, ασφαλτούχου, ασφαλτικών
  • вершить στα ελληνικά - εξουσιάζω, καταφέρνω, σκηνοθετώ, αποφασίζω, καθοδηγώ, αντεπεξέρχομαι, έλεγχος, ...
  • воспеть στα ελληνικά - τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Τυχαίες λέξεις
Санкция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλογία, έγκριση, συγκατάθεση, επικυρώνω, επιδοκιμασία, παραδοχή, κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, κύρωσης, κυρώσεως