Сбор στα ελληνικά
Μετάφραση: сбор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεντρώνομαι, φορολογώ, θερίζω, αμοιβή, μαζεύομαι, συγκέντρωση, απόκτημα, σύναξη, συσσώρευση, τρύγος, σοδειά, συνέλευση, δίδακτρα, τιμάριο, ομήγυρη, λήψη, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аэростат στα ελληνικά - αερόστατο, μπαλόνι, μπαλονιού, μπαλονάκι, μπαλονιών
- благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- вкрадчивый στα ελληνικά - φίνος, απαλός, άνοστος, εκλεπτυσμένος, στιλπνός, λεπτός, λιπαρός, ...
- жизнедеятельный στα ελληνικά - ακμαίος, εφαρμόσιμος, ενεργός, δραστήριος, βιώσιμος, δυνατότητα να ζήσουν, δυνατότητα να ζήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Сбор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεντρώνομαι, φορολογώ, θερίζω, αμοιβή, μαζεύομαι, συγκέντρωση, απόκτημα, σύναξη, συσσώρευση, τρύγος, σοδειά, συνέλευση, δίδακτρα, τιμάριο, ομήγυρη, λήψη, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Μεταφράσεις: συγκεντρώνομαι, φορολογώ, θερίζω, αμοιβή, μαζεύομαι, συγκέντρωση, απόκτημα, σύναξη, συσσώρευση, τρύγος, σοδειά, συνέλευση, δίδακτρα, τιμάριο, ομήγυρη, λήψη, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης