Свериться στα ελληνικά
Μετάφραση: свериться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναχαιτίζω, καρέ, ανακόπτω, σταματώ, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Μεταφράσεις
- аккредитовать στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
- ацетилен στα ελληνικά - ασετυλίνη, ακετυλένιο, ακετυλενίου, το ακετυλένιο, ασετυλίνης
- будить στα ελληνικά - τηλεφωνώ, ξεσηκώνω, κλήση, ξυπνώ, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ...
- жестикуляция στα ελληνικά - χειρονομία, gesticulation, χειρονομίες, νεύματα
Τυχαίες λέξεις
Свериться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, καρέ, ανακόπτω, σταματώ, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, καρέ, ανακόπτω, σταματώ, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται