Свечение στα ελληνικά
Μετάφραση: свечение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθορισμός, φωτισμός, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безопасно στα ελληνικά - ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή, ασφαλώς
- вмуровывать στα ελληνικά - τοίχος, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδόμηση, οικοδομήσει, κατασκευή
- газохранилище στα ελληνικά - αποθήκευση φυσικού αερίου, αποθήκευσης φυσικού αερίου, αποθήκευσης αερίου, αποθήκευση αερίου, την αποθήκευση αερίου
- долгожительство στα ελληνικά - μακροβιότητα, μακροζωία, μακροζωίας, τη μακροζωία, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Свечение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθορισμός, φωτισμός, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Μεταφράσεις: φθορισμός, φωτισμός, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης