Свидетельствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: свидетельствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, κρένω, ξεχωρίζω, διαλαλώ, μαρτυρώ, καταδεικνύω, υποφέρω, πιστοποιώ, μιλώ, γεννώ, λέω, εμφαίνω, φανερώνω, αφηγούμαι, διηγούμαι, πληρώνω, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
Свидетельствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • букса στα ελληνικά - θάμνος, Μπους, θάμνο, ο Μπους, του Μπους
  • гальванический στα ελληνικά - γαλβανικός, γαλβανική, γαλβανικής, γαλβανικό, γαλβανικού
  • говорящий στα ελληνικά - μιλώ, ομιλητής, ομιλία, μιλώντας, γραμμές, ομιλίας, μιλάει
  • грохотить στα ελληνικά - αφηνιάζω, γρίφος, εξετάζω, κοσκινίζω, grohotit
Τυχαίες λέξεις
Свидетельствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, κρένω, ξεχωρίζω, διαλαλώ, μαρτυρώ, καταδεικνύω, υποφέρω, πιστοποιώ, μιλώ, γεννώ, λέω, εμφαίνω, φανερώνω, αφηγούμαι, διηγούμαι, πληρώνω, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες