Свидетельствующий στα ελληνικά
Μετάφραση: свидетельствующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιλεγόμενος, ερειστικός, που πιστοποιεί, πιστοποιεί, μαρτυρούν, που να πιστοποιεί, βεβαιώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вколачивать στα ελληνικά - μαστιγώνω, καρφί, εμβολίζω, κριάρι, πρόκα, νύχι, σφυρί, ...
- волшебница στα ελληνικά - νεράιδα, γόησσα, μάγισσα, enchantress, σαγηνεύτρα, μάγισσα την
- гипотетический στα ελληνικά - υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, κερδοσκοπικός, ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ, υποθετική, υποθετικό, ...
- горелки στα ελληνικά - καυστήρας, καυστήρα, του καυστήρα, εγγραφής, καυστήρων
Τυχαίες λέξεις
Свидетельствующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιλεγόμενος, ερειστικός, που πιστοποιεί, πιστοποιεί, μαρτυρούν, που να πιστοποιεί, βεβαιώνει
Μεταφράσεις: αμφιλεγόμενος, ερειστικός, που πιστοποιεί, πιστοποιεί, μαρτυρούν, που να πιστοποιεί, βεβαιώνει