Ερειστικός στα ρωσικά
Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
показывающий, дискуссионный, аргус, свидетельствующий, ereistikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερειστικός
ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, ερειστικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ερείπια στα ρωσικά - останки, остаток, прах, руины, развалины, руин, остатки, ...
- ερεθίζω στα ρωσικά - раздражить, возбудить, бесить, воспалять, аннулировать, разжигать, растравлять, ...
- ερευνητής στα ρωσικά - исследователь, научный, научный сотрудник, исследователя, исследователем
- ερευνώ στα ρωσικά - узнавать, просмотреть, осведомляться, рытвина, осведомиться, пересматривать, узнать, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: показывающий, дискуссионный, аргус, свидетельствующий, ereistikos
Μεταφράσεις: показывающий, дискуссионный, аргус, свидетельствующий, ereistikos