Святилище στα ελληνικά

Μετάφραση: святилище, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφύγιο, παρεκκλήσι, λάρνακα, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
Святилище στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • верхи στα ελληνικά - κορυφές, κορυφών, τις κορυφές, κορυφές των, μπλούζες
  • взмывать στα ελληνικά - ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, πυραύλων, πυραυλικά
  • дельно στα ελληνικά - χωριστά, ξεχωριστά, χωριστή, μεμονωμένα
  • должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Святилище στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφύγιο, παρεκκλήσι, λάρνακα, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο