Священник στα ελληνικά
Μετάφραση: священник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιερέας, εφημέριος, πάπας, πάπισσα, ιερατείο, καζάκα, ράσο, υπουργός, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бечёвка στα ελληνικά - χορδή, τυλίσσομαι, συστρέφω, συστρέφομαι, σπάγγος, τυλίσσω
- вспугнуть στα ελληνικά - αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκίνημα, φοβίσει, τρομάξει, φοβίζει, ...
- джентльмен στα ελληνικά - κύριος, τζέντλεμαν, κυρίων, κύριο, ο κύριος
- ездка στα ελληνικά - τρέχω, πεδικλώνω, ανεβαίνω, ταξιδάκι, φτάνω, όρος, βουνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Священник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιερέας, εφημέριος, πάπας, πάπισσα, ιερατείο, καζάκα, ράσο, υπουργός, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
Μεταφράσεις: ιερέας, εφημέριος, πάπας, πάπισσα, ιερατείο, καζάκα, ράσο, υπουργός, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά