Ράσο στα ρωσικά

Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поп, священник, сутана, подрясник, ряса, рясе, рясы, рясу
Ράσο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράσο

διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας ρωσικά, ράσο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ράπισμα στα ρωσικά - быстроходный, трепка, быстрый, выволочка, нахлобучка, стукнуть, Биф, ...
  • ράπτης στα ρωσικά - портной, специально, портного, индивидуальные, портным
  • ράσπα στα ρωσικά - терпуг, напильник, терка, тереть, обдирать, скрежет, рашпиль, ...
  • ράτσα στα ρωσικά - род, букет, сорт, скачка, породистость, соискание, вырастить, ...
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: поп, священник, сутана, подрясник, ряса, рясе, рясы, рясу