Сдвоить στα ελληνικά
Μετάφραση: сдвоить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, δίδυμος, αδελφοποιημένων, αδελφοποιημένες, αδελφοποιηθεί, Δίδυμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адаптация στα ελληνικά - διασκευή, προσαρμογή, προσαρμογής, την προσαρμογή, η προσαρμογή, της προσαρμογής
- вламываться στα ελληνικά - ξεσπώ, ξέσπασμα, σπάσει, να σπάσει, σπάσουν, διάλειμμα, να σπάσουν
- вымыслить στα ελληνικά - εφευρίσκω, μυθιστόρημα, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας, μυθοπλασία
- гнилость στα ελληνικά - σαπίλα, εκφυλισμός, σαπρία, σήψη, τη σαπίλα
Τυχαίες λέξεις
Сдвоить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, δίδυμος, αδελφοποιημένων, αδελφοποιημένες, αδελφοποιηθεί, Δίδυμοι
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, δίδυμος, αδελφοποιημένων, αδελφοποιημένες, αδελφοποιηθεί, Δίδυμοι