Сил στα ελληνικά
Μετάφραση: сил, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσίμπημα, ρώμη, επισκευάζω, δαγκώνω, δάγκωμα, επισκευή, δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балансер στα ελληνικά - ισορροπιστής, κατανεμητής, εξισορρόπησης του, balancer, αντίβαρο εξισορρόπησης
- горячить στα ελληνικά - βρίσκομαι, ζεσταίνω, θερμαίνω, είμαι, διανύω, ζέστη, καυτό, ...
- естествознание στα ελληνικά - επιστήμη, φυσική ιστορία, Φυσικής Ιστορίας, τη φυσική ιστορία, φυσικό ιστορικό, της φυσικής ιστορίας
- жупел στα ελληνικά - φάντασμα, μπαμπούλα, bogey, μπαμπούλων, μπαμπούλας
Τυχαίες λέξεις
Сил στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσίμπημα, ρώμη, επισκευάζω, δαγκώνω, δάγκωμα, επισκευή, δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
Μεταφράσεις: τσίμπημα, ρώμη, επισκευάζω, δαγκώνω, δάγκωμα, επισκευή, δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της