Склоняться στα ελληνικά
Μετάφραση: склоняться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόξο, κόμπος, φιόγκος, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бытовать στα ελληνικά - συμβαίνω, υπάρχω, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν
- вайя στα ελληνικά - φύλλο, θαλλών, θαλλού, θαλλό
- горестный στα ελληνικά - αξιολύπητος, σοβαρός, τύμβος, πένθιμος, γυμνός, οικτρός, θλιβερός, ...
- гражданка στα ελληνικά - πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
Τυχαίες λέξεις
Склоняться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόξο, κόμπος, φιόγκος, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος
Μεταφράσεις: τόξο, κόμπος, φιόγκος, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος