Скользить στα ελληνικά

Μετάφραση: скользить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρώνω, βάτος, γλιστρώ, τσουλήθρα, καμπύλη, σκουπίζω, ντεραπάρω, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών
Скользить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вложение στα ελληνικά - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, ...
  • вовне στα ελληνικά - έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική
  • вспыхнуть στα ελληνικά - εξάπτω, ανάβω, φλας, κοκκινίζω, διεγείρω, εκρήγνυμαι, αναλαμπή, ...
  • двоеженец στα ελληνικά - δίγαμος
Τυχαίες λέξεις
Скользить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρώνω, βάτος, γλιστρώ, τσουλήθρα, καμπύλη, σκουπίζω, ντεραπάρω, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών