Скрепить στα ελληνικά
Μετάφραση: скрепить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλίζω, εδραιώνω, διασφαλίζω, επικυρώνω, κυρώνω, ασφαλής, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абандон στα ελληνικά - παρατάω, εγκαταλείπω, εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
- бугорчатый στα ελληνικά - σιδηματώδης, κονδυλόρριζων, κονδυλώδη, κονδυλώδεις, κονδυλωδών
- вербена στα ελληνικά - λουίζα, Verbena, λουΐζα, βερβένα, λουΐζας
- восьмистишие στα ελληνικά - οκτάβα, οκτάβας, της οκτάβας, οκτάβες
Τυχαίες λέξεις
Скрепить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, εδραιώνω, διασφαλίζω, επικυρώνω, κυρώνω, ασφαλής, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, εδραιώνω, διασφαλίζω, επικυρώνω, κυρώνω, ασφαλής, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten