Скреплять στα ελληνικά
Μετάφραση: скреплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράμπα, ασφαλής, διασφαλίζω, επαληθεύω, βιβλιοδετώ, επικυρώνω, δεσμεύω, σύσπαση, κυρώνω, ασφαλίζω, επισυνάπτω, εδραιώνω, πεδικλώνω, συνδέω, δένω, στερεώνω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
- взаимопроникать στα ελληνικά - αλληλοδιαπερνώ, αλληλοδιαπερνά, διεισδύουν, διεισδύει, διαπερνούν
- горицвет στα ελληνικά - αστεροειδής αδώνης, Adonis, Άδωνις, Άδωνη, Άδωνης
- дом στα ελληνικά - οίκος, ίδρυση, κτήριο, καλύβα, υπόστεγο, σπίτι, σπιτιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Скреплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράμπα, ασφαλής, διασφαλίζω, επαληθεύω, βιβλιοδετώ, επικυρώνω, δεσμεύω, σύσπαση, κυρώνω, ασφαλίζω, επισυνάπτω, εδραιώνω, πεδικλώνω, συνδέω, δένω, στερεώνω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Μεταφράσεις: κράμπα, ασφαλής, διασφαλίζω, επαληθεύω, βιβλιοδετώ, επικυρώνω, δεσμεύω, σύσπαση, κυρώνω, ασφαλίζω, επισυνάπτω, εδραιώνω, πεδικλώνω, συνδέω, δένω, στερεώνω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten