Служащий στα ελληνικά

Μετάφραση: служащий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, υπηρέτρια, αξιωματικός, υπηρέτης, επίσημος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Служащий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восковник στα ελληνικά - ανεμοθύελλα, voskovnik
  • высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
  • гончар στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, τορνευτής, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
  • древность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
Τυχαίες λέξεις
Служащий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, υπηρέτρια, αξιωματικός, υπηρέτης, επίσημος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο